- τουβοκουραρίνη
- η, Ν1. (βιοχ.-φαρμ.) αλκαλοειδές που εκχυλίζεται από τα κουράρια τα οποία είναι γνωστά ως κουράρια τού σωλήνα και χρησιμοποιείται στην ιατρική για την ελάττωση τού μυϊκού τόνου και ως σπασμολυτικό, καθώς και στη χειρουργική, σε συνδυασμό με βαρβιτουρικά, ως επικουρικό τής αναισθησίας για την πρόκληση παράλυσης τών μυών ιδίως τής κοιλιάς κ.ά.2. φρ. «χλωρίδιο d-τουβοκουραρίνης»(βιοχ.-φαρμ.) λευκό ώς ελαφρό καστανόχρωμο άοσμο κρυσταλλικό αλκαλοειδές, υδροχλωρικό άλας τής τουβοκουραρίνης.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tubocurarine < λατ. tubus «σωλήνας» + curo «φροντίζω» + κατάλ. -ine τής χημ. ορολογίας, λόγω τού ότι μεταφερόταν προστατευμένο μέσα σε κούφια καλάμια].
Dictionary of Greek. 2013.